- χαλαλίζω
- -ισα, θεωρώ κάτι ότι καλά έγινε, το συγχωρώ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαλαλίζω — Ν [χαλάλι] κάνω κάτι χαλάλι, θεωρώ ότι έγινε καλά κάτι … Dictionary of Greek